Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Ο Δ. Σολωμός δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σ’ ελλαδικό έδαφος, όπως και ο Κοραής και ο Κάλβος. Ηταν Έλληνες ή όχι αυτοί;

Την προσωνυμία «εθνικός ποιητής» έχουν προσλάβει ­ καταχρηστικά ­ στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πάρα πολλοί, καμιά εικοσαριά, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, ποιητές, από τον Κάλβο, το Βαλαωρίτη, τον Παλαμά και το Σικελιανό ως τον Παράσχο, τον Κρυστάλλη, το Σεφέρη, τον Ελύτη και το Βρετάκο. Ο τίτλος όμως του «εθνικού ποιητή» ανήκει, απόλυτα δικαιολογημένα, μόνο στο Σολωμό:
Κατ’ αρχήν, ο Σολωμός δεν οφείλει τον τίτλο αυτό άμεσα και αιτιατά στον Υμνο εις την Ελευθερία (1823), που καθιερώθηκε ως «Εθνικός Υμνος» της Ελλάδας πολύ αργότερα, στα 1865, δύο χρόνια μετά την ανάρρηση του Γεωργίου Α’. Πολλοί από τους «εθνικούς ύμνους» των σημερινών ευρωπαϊκών λαών κατάγονται από το 18ο αιώνα (Αγγλία: 1743· Γαλλία: 1792· Πολωνία: 1797· Δανία: 1780 κ.ά.), αλλά και από το 19 αιώνα, όπως το διαβόητο Η Γερμανία, η Γερμανία πάνω απ’ όλα (1841) του Hoffmann von Fallersleben ­ κανένας όμως από τους ποιητές τους δεν ξεπέρασε τα όρια της μετριότητας και κανένας δεν ανακηρύχτηκε σ’ «εθνικό ποιητή» της χώρας του.

Ένας Έλληνας μετανάστης,γράφει για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στους αλλοδαπούς μαθητές στη Γερμανία…

Παιδί μεταναστών στη Γερμανία, ο κ. Γ. Σαββίδης, δρ. Πανεπιστημίου Μονάχου, ένιωσε την ανάγκη να γράψει δυο λόγια για τη Δασκάλα Στέλλα Πρωτονοταρίου που δικάστηκε- και αθωώθηκε- γιατί δίδασκε (όχι η ίδια) τη μητρική γλώσσα στους μαθητές της- παιδιά μεταναστών:«Με αφορμή τα δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο σχετικά με την αθώωση δασκάλας που δίδασκε σε παιδιά μεταναστών τη μητρική τους γλώσσα, ξαναζωντάνεψαν παλιές μνήμες μου για το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν όλα τα παιδιά των φιλοξενούμενων εργατών (γκασταρμπάιτερ) και φυσικά όλα τα ελληνόπουλα στη Γερμανία, όπου βρισκόμουν και εγώ από τη 10ετία του 1960 μέχρι και το 2004.

Διάβασε τη συνέχεια εδώ...

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Η σελίδα και το blog μας στη ΝΕΤ!

Δείτε σε αυτό το βίντεο το blog της ομάδας μας "Πρώτη Μαρτίου 2010- 24ώρες χωρίς εμάς" αλλά και την σελίδα μας στο Facebook με το ίδιο όνομα. Το ότι δεν αναφέρθηκε αυτό στο ρεπορτάζ, έστω κι αν πρόκειται για κρατικό κανάλι, προσωπικά το αποδίδω στο γενικότερο κλίμα των ημερών στην Ελλάδα…

Κείμενο διακήρυξης


Η «Πρώτη Μαρτίου 2010-24 ώρες χωρίς εμάς», είναι ένα ειρηνικό κίνημα, που συσπειρώνει ανθρώπους κάθε εθνικότητας, καταγωγής, πίστης, εκπαίδευσης και πολιτικού προσανατολισμού. Είμαστε μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς και Έλληνες πολίτες. Αυτό που μας ενώνει είναι η άρνηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας της έλλειψης ανεκτικότητας που χαρακτηρίζει τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Έχουμε συναίσθηση της σημασίας της μετανάστευσης (όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο) και μας εξοργίζουν οι συκοφαντικές και ξενοφοβικές φωνές που ακούγονται κυρίως τώρα τελευταία με την ευκαιρία της ψήφισης του νόμου που ρυθμίζει τα θέματα της ιθαγένειας και του δικαιώματος ψήφου σε μερίδα μεταναστών.

Καταδικάζουμε και αρνούμαστε τα στερεότυπα, τη γλώσσα των διακρίσεων και τις πρακτικές αποκλεισμού. Μας τρομάζει η επίκληση των πολιτισμικών και θρησκευτικών μας ριζών, που μας θυμίζουν το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της χούντας.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Φερεϊντούν Φαριάντ

Από τη συλλογή «Ουρανός χωρίς διαβατήριο» του Πέρση ποιητή Φερεντήν Φαριάντ.

Φυλακισμένα ποιήματα χρόνια και χρόνια.
Οι λέξεις αιωρούνται σαν ανεκπλήρωτες επιθυμίες περιμένουν.
Επαναστάσεις, πόλεμοι, πραξικοπήματα και πάλι, και πάλι,
και πάλι κι ένας τυφλός ζητιάνος μ’ ένα κλουβί πουλιού στο χέρι
περνάει χτυπώντας το ραβδί του στο σκοτεινό δρόμο.
Ξένος του γαλάζιου, ξένος των νερών, στη γη πεσμένα 5 μήλα.
Πού να πάω; Κυρά πανάρχαιη Ελλάδα
κρύψε με κάτω από τη ποδιά σου.
Πικρή ξενιτιά, ούτε γράμμα, ούτε χτύπημα της πόρτας.
Τίποτα. Ένα σπουργίτι κάθισε στο παράθυρο μου
μ’ ένα στίχο της Σαπφώς στο ράμφος του.
Πατρίδα μου είναι ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο, χωρίς πόλη.
Μπαίνω απ’ τον αέρα.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Γιατί διχάζει το μεταναστευτικό;

Επιμέλεια: Έλλη Κομνηνού

«Διχάζει την εκκλησία το μεταναστευτικό νομοσχέδιο» διάβασα στις εφημερίδες, και προσπάθησα λίγο να το σκεφτώ.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι πράγματι ένα θέμα, που, επειδή κυρίως ανέκυψε απότομα στην Ευρώπη ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, είναι αλήθεια, ότι σε χώρες οικονομικά καχεκτικές και διοικητικά ανοργάνωτες, όπως δυστυχώς και η χώρα μας, δημιούργησε πολλά και ποικίλα προβλήματα.
Καταρχήν λειτουργικά, ανακαλύψαμε δηλαδή ξαφνικά, ότι το να μην μπορούμε επί σειρά ετών να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του δικού μας κράτους, για τους δικούς του πολίτες, τους ‘Ελληνες, είχε φτάσει ως πρακτική στα όριά της.
«Μα αυτό το γνωρίζαμε ήδη, χρειαζόμασταν τους μετανάστες για να το διαπιστώσουμε;» θα αντιτάξει κάποιος. Το γνωρίζαμε ως πρόβλημα, οι μετανάστες όμως μας βοήθησαν να βιώσουμε και το αποτέλεσμα της διαιώνισής του.
Δείτε ένα άλλο παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η έννοια της «καλής δουλειάς», όπως την έβλεπε το νέο κοινωνικό οικονομικό status των ελλήνων συνοψιζόταν- ευτυχώς όχι σε όλες τις περιπτώσεις- στα εξής προαπαιτούμενα:
α) «Είσαι ότι δηλώσεις»
β) Οκτάωρη εργασία κατά προτίμηση γραφείου
γ) Γρήγορο κέρδος καταβάλλοντας όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο
δ) Εντυπωσιασμός μέσω «του ταλέντου» μας υπαρκτού ή ανυπάρκτου, αυτό δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία ώστε να μην αντιβαίνει και στο προαπαιτούμενο (α).


Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΙΟΥ 2010, ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ «ΞΕΝΩΝ»

Ξένοι όχι από την σκοπιά του ληξιαρχικού μητρώου, αλλά επειδή είμαστε ξένοι προς το κλίμα ρατσισμού που δηλητηριάζει την Ιταλία του σήμερα. Αυτόχθονες και μετανάστες, ενωμένοι στην ίδια μάχη πολιτισμού.

«Υπάρχουν στιγμές που μια απλή κίνηση στηρίζει και κινητοποιεί μια μεγάλη αλλαγή, και σε τέτοιες στιγμές, η παρουσία όλων είναι απαραίτητη».
Η εκπρόσωπος της Γερουσίας, Έμα Μπονίνο, υποστήριξε την ιδέα της 24ωρης απεργίας των μεταναστών στην Ιταλία, , όμως τόνισε ότι η επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας εξαρτάται από την δημοσιότητα που θα λάβει, και το πώς θα καταφέρουν οι κοινότητες των μεταναστών να οργανωθούν.

(μεταφρασμένο από το μπλογκ της οργάνωσης Primomarzo)

Το λογότυπό μας

Το σχεδίασε ο γνωστός γραφίστας Δημήτρης Αρβανίτης. Τον ευχαριστούμε πολύ όπως και τον φίλο μας και μέλος της οργανωτικής ομάδας, τον δημοσιογράφο Αντώνη Χατζή που μερίμνησε για αυτό.



Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

No one is illegal

«Δεν καταλαβαίνω και πολλά από κράτη και σύνορα. Ξέρω μόνο ότι η Γη είναι στρογγυλή και ότι, εν αντιθέσει προς τα δέντρα που έχουν ρίζες, οι άνθρωποι έχουν πόδια για να περπατούν»(μότο της καναδέζικης ομάδας "No one is Illegal").

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Εμείς μαζί σας...

Σήμερα κλείνουμε τρια χρόνια σχέσης με τον Ανέστη.
Σαρά Αινές

Ο Μαστρονικόλας πάντα μου 'λεγε: Η λεπτομέρεια κάνει την καλή δουλειά.
Αντώνη Τσέρκο


Ο θείος Τάσος δεν με πονάει και τον αγαπώ πολύ!
Ιρίνα Μελάγες



Αύριο γράφουμε Όμηρο και δεν έχω προλάβει να διαβάσω κάλα...
Μοχαμάτ Ρουάντι


Το ΕΣΥ χρειάζεται πάνω απ' ολα Ανθρώπους.
Γκαμάλ Αρεφ
.
.
ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΙΟΥ 2010 - 24 ΩΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Λαθρομετανάστες, περίσσευμα κι ανεπιθύμητη προσθήκη...

- Είμασταν κι εμείς κάποτε. Θυμάστε?
- Άλλο εμείς...

Τι είναι δηλαδή αυτό που κάνει τη διαφορά?

1.Το νόμιμο από το λαθραίο
2.Ο λόγος που ήρθαμε ο καθένας στη νέα πατρίδα (εγώ με τους γονείς μου -στη Γερμανία- οι οποίοι θα δούλευαν σε μια συγκεκριμένη δουλειά για την οποία είχαν «προσκληθεί», με διαβατήριο, με νόμιμα χαρτιά) (εκείνοι χωρίς άδεια εισόδου, χωρίς χαρτιά, χωρίς να είναι «προσκεκλημένοι» κάποιοι που έτρεχαν από κάπου να ξεφύγουν και όπου βρήκαν ανοιχτή πόρτα μπήκαν...)
3.Η ράτσα...
4.Η κουλτούρα
5.Η θρησκεία
6.Η κοινωνική τάξη

Αν παρατηρήσουμε όμως καλά τα παραπάνω σημεία θα δούμε στην ουσία ότι η σημαντική διαφορά που έχει σημασία είναι το 1 και το 6.
Γιατί σκεφθείτε έναν π.χ. πακιστανό που φτάνει με την οικογένειά του στην Αθήνα για να δουλέψει στη Πακιστανική Πρεσβεία. Υπάρχει πρόβλημα? Σκεφθείτε έναν Ινδό ο οποίος φθάνει στην Αθήνα για να δουλέψει σε μια μεγάλη πολυεθνική. Έναν αλβανό που θα είναι διερμηνέας στο Προξενείο. Έναν ρώσο μηχανικό που θα εργαστεί σε κάποια καινούργια έργα.
Ένα Σομαλό γιατρό που θα εργαστεί σ΄ενα μεγάλο διαγνωστικό κέντρο.
Βλέπετε κάποιο πρόβλημα?
Αν είναι άλλου χρώματος, θρησκείας, κουλτούρας?
Υπάρχει κάποιο πρόβλημα αν στη πατρίδα τους γίνεται δε ξέρω κι εγώ τι? Υπάρχει πρόβλημα κάποιος από αυτούς να κατοικήσει δίπλα σας, να τρώτε στο ίδιο εστιατόριο, να κάνουν παρέα τα παιδιά σας? Δε νομίζω.

Η μετακίνηση λοιπόν πληθυσμών, τούς είναι αποδεκτή, όταν θα υπάρχει «χρησιμότητα» για το κράτος που τους φιλοξενεί. Είτε θα είναι στελέχη, επιστήμονες, επιχειρηματίες οπότε έχουν οικονομικά αλισβερίσια, επιστημονικά ή πολιτικά ή θα είναι κατόπιν ανάγκης εργατικών χεριών (φθηνών εννοείται) όπου το κράτος αποφασίζει ότι τα ντόπια χέρια δε φτάνουν άρα φέρνουμε εφεδρείες (όπως τότε που γέμιζαν τα καράβια για το αμέρικα, την Αυστραλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο κλπ)

Το πρόβλημά μας λοιπόν ουσιαστικά είναι ο "ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ".
Αυτός ο πληθυσμός που αποτελείται από ανθρώπους που δεν «προσκλήθηκαν» και είναι φτωχοί, πάμφτωχοι, διωγμένοι από τη πατρίδα τους είτε γιατί είναι κυνηγημένοι είτε γιατί στη πατρίδα τους πεθαίνουν από πόλεμο ή πείνα...

Ο λαθρομετανάστες λοιπόν είναι το ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ κάποιας χώρας και η ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗ σε κάποια άλλη. Γιατί η μεν πατρίδα τους δεν ενδιαφέρεται αν ζήσουν ή αν πεθάνουν η δε νέα πατρίδα δεν είναι η Μαρία Τερέζα.

Όμως για να είναι λαθρομετανάστες από κάπου «μπαίνουν». Κι όταν μπαίνουν και επιβιώνουν κάπου «δουλεύουν» και κάποιοι επωφελούνται από το οποιοδήποτε έργο τους. Η χώρα λοιπόν που υποτίθεται ότι θα έχει προβλήματα εξ΄αιτίας τους προβαίνει σε μερικές πράξεις που δεν συμβιβάζονται με τους φόβους της.
Έχει ανοιχτές εισόδους κι έχει ανάγκες που αυτοί οι περιφρονημένοι μετανάστες θα καλύψουν και που τελικά αυτές οι ανάγκες δεν θα καλυπτόντουσαν από τους ντόπιους έτσι κι αλλιώς με το τρόπο που εκείνοι τους καλύπτουν. Δηλαδή βρομοδουλειές, με μεροκάματο ψίχουλα και ανασφάλιστοι. Είχατε υπόψη σας να δουλέψετε κάπως έτσι και σας εμπόδισαν? Η μήπως είχατε την εντύπωση πως ο επιχειρηματίας που πήρε καμιά 40ριά εργάτες της φτήνιας αν δεν υπήρχαν θα έπαιρνε 40 έλληνες με μεγάλους μισθούς, ασφάλεια , δώρα, συνδικάτα κλπ? Η μήπως τελικά εμείς οι ίδιοι θα δεχόμασταν να κάνουμε το λαθρομετανάστη?
Χλωμό το βλέπω.

Αφού λοιπόν μπήκαν αυτοί οι άνθρωποι , πιάσανε μια δουλειά, άρχισαν να ζουν εδώ πολλοί με τις οικογένειές τους και τώρα μετά από χρόνια τα παιδιά τους έχουν γεννηθεί εδώ και δεν ξέρουν καν πως είναι η γη από όπου προήλθαν οι γονείς τους, τι πρέπει να κάνουμε?

Να επιστρέψουμε το πακέτο από εκεί που ήρθε? Μιλάω σκληρά με λέξεις σκληρές γιατί δεν θέλω να χρυσώσω το χάπι. Μιλάω για εκείνους τους συμπολίτες μου που ακριβώς έτσι βλέπουν όλο αυτό το νέο πληθυσμό. Πακέτο ανεπιθύμητο. Όπου στο πακέτο δεν μας νοιάζει τι υπάρχει. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, τίμιοι και άτιμοι, ειλικρινείς και ψεύτες, καλόψυχοι ή σκατόψυχοι, όλοι μαζί ανακατεμένοι με μια ετικέτα στο κούτελο «μετανάστες». Επικίνδυνοι να μας αρπάξουν τη πατρίδα μέσα από τα χέρια. Δεν με ενδιαφέρει τι θα απογίνουν απαντάνε οι του «πακέτου».

Κι εκείνοι που λένε έτσι ξέρετε λένε ψέματα στον εαυτό τους.
Δεν είναι το πρόβλημά τους αυτό. Δεν είναι το πρόβλημά τους ένας καλύτερος κόσμος γιατί αν ήταν αυτό θα είχαν ξοδέψει τη ζωή τους να αγωνίζονται να διώξουν όλα εκείνα που κατάντησαν τη ζωή τους έτσι. Δεν μπορείς να είσαι ένας γιες μεν σε ότι σε εξουσιάζει και να σε πιάνει η μαγκιά με το λαθρομετανάστη.
Δεν μπορεί να ψηφίζεις τους προδότες της πατρίδας σου και να σε πιάνει ο πόνος μήπως ο τάδε ξένος την επιβουλεύεται. Δεν μπορεί να ανέχεσαι τόσα χρόνια τους κλέφτες της ζωής της δικής σου και τον παιδιών σου, τους δικούς σου ντόπιους εγκληματίες, νταβατζήδες, παιδεραστές, βιαστές, δολοφόνους, οι οποίοι έχουν στρώσει το χαλί και μάλιστα κόκκινο και βελούδινο για το διεθνές έγκλημα και να ξυπνάς ένα πρωί με όρεξη να τα βάλεις μ΄ενα τσαντάκια που έτυχε να είναι σκουρόχρωμος..
Δες καλά μέσα σου. Ποιά είναι η αλήθεια. Τι είναι αυτό που νομίζεις ότι είσαι και μπορείς έτσι να αποφασίζεις για τους υπόλοιπους?

Κι εγώ με τη σειρά μου σου λέω τα παρακάτω. Ξέρετε πόσο εύκολο είναι στους καιρούς που διανύουμε να συμβεί να αλλάξεις κατηγορία ? Ξέρετε πόσο λεπτή είναι η κλωστή που διαχωρίζει το ποιοί είναι αποδεκτοί σ΄αυτό το κόσμο και ποιοί όχι?
Νομίζετε ότι εσείς είστε ασφαλείς και αποδεκτοί?

Όσο ήμουν στο εξωτερικό τακτοποιημένη, η εικόνα μου ήταν μια χαρά. Μια ελληνίδα, λευκή, ευρωπαία και «καλοδεχούμενη».
Αν ξαφνικά έμενα εκεί χωρίς δουλειά και κηρυγμένη από τη πατρίδα μου ανεπιθύμητη γιατί είχε αλλάξει π.χ. το καθεστώς.... τότε η ελληνίδα θα σκούραινε στο χρώμα, θα ήταν μάλλον ανατολικής προελεύσεως και ύποπτη και ανεπιθύμητη.

Στην Ευρώπη ποτέ δεν με ένοιωσαν «ίση». Σε κάθε βήμα πλανιόταν η αμφιβολία αν τελικά οι έλληνες είναι ευρωπαίοι ή όχι. Και πάντα ήμουν μια οποιαδήποτε ελληνίδα. Όχι συγκεκριμένα η Βασιλική. Μια ελληνίδα. Κουβάλαγα επάνω μου αναγκαστικά ότι άσχημο και ότι όμορφο είχε τύχει να ακούσουν για τη πατρίδα μου για το λαό μου. Κι όταν κάτι άσχημο ακουγόταν για κάποιο έλληνα αυτόματα στα μάτια τους ήμουν κι εγώ ικανή να κάνω το ίδιο.
Όπως εδώ. Τώρα. Τσουβαλιαστά όλα.
Προσωπικότητες, διαφορετικότητες, άνθρωποι με όνομα και επώνυμο αλλιώτικο μεταξύ τους τσουβαλιαστοί. Άνθρωποι που μπορεί να είναι καλοκάγαθοι, φιλότιμοι, που μπορεί να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, που είναι φιλήσυχοι με τους γύρω τους τσουβαλιάζονται στη λέξη «φάρα». Ακόμα κι αν οι ίδιοι είναι εδώ, παλεύουν να μείνουν εδώ γιατί τους έχει κυνηγήσει η «φάρα» της πατρίδας τους. Τσουβαλιαστοί να είναι όλοι απλά «ξένοι»
Λες και το έγκλημα έχει συγκεκριμένη πατρίδα και η αγιοσύνη επίσης.
Λες και το να είναι κάποιος καθίκι είναι ζήτημα «φάρας» «ράτσας» «πατρίδας»
Λες και το ότι συμβαίνει οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ελβετοί να είναι «κύριοι» και όχι λαθρομετανάστες είναι ζήτημα καλύτερου αίματος που κυλάει στις φλέβες τους κι όχι απόρροια του πόσο αίμα αθώων σε διάφορες συγκυρίες της ιστορίας έχει χυθεί για να επιβιώσει το ισχυρότερο καθίκι και να παινεύεται ότι είναι κάτι παραπάνω από τέτοιο.
Λες κι οι λαοί που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, δουλείας, υποταγής, που αρπάχθηκε η γη τους, που δολοφονήθηκαν οι λαοί τους, που κάποιοι όρισαν να τους αφανίσουν γιατί έτυχε να έχουν τη γκαντεμιά να έχουν κάτι που το έλεγαν χρυσό, ή πετρέλαιο, ή διαμάντια, ή στραγητική σημασία, ή μπόλικες μπανάνες.... ήταν ορισμένο από κάποιο θεό πως καλά να πάθουν γιατί ήταν άλλου χρώματος από τους δολοφόνους τους που ήταν δίκαιοι γιατί πάλι ο θεός όριζε ότι οι δίκαιοι είναι άσπροι....

Φοβάμαι πολύ ότι η φύση θα μας εκδικηθεί με πολύ σκληρό τρόπο. Για όλα αυτά.
Κι η φύση δεν κάνει διαχωρισμούς. Γιατί για εκείνη υπάρχει μια απλή λογική που εσύ ανθρωπάκο έχεις ξεχάσει εδώ και αιώνες.. Δεν είσαι κάτι αλλιώτικο. Η μόνη σου διαφορά από τα υπόλοιπα τετράποδα αυτού του πλανήτη είναι ότι για κάποιους λόγους, κάποια στιγμή συνειδητοποίησες ότι μπορείς να στέκεσαι στα δύο πόδια. Ακριβώς σ΄εκείνο το σημείο ξεκίνησε η ασυδοσία σου. Θα ήθελα πολύ να έβλεπα τι θα είχε συμβεί στην ανθρωπότητα αν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή αν το «φίδι» είχε αποφασίσει να σηκώσει στα δυο πόδια τη τίγρη....

Γάλλε, έλληνα, γερμανέ, αμερικάνε, ιταλέ, κινέζε, άραβα, τετράποδα είμαστε με εξελιγμένες ικανότητες κι αν δεν είχαμε φουσκώσει το μυαλό μας μ΄εκείνη τη σχιζοφρενική αντίληψη πως τάχα κάτι περισσότερο δικαιούμαστε από ότι τα υπόλοιπα πλάσματα στη φύση, ίσως σήμερα να είχαμε μια γη χωρίς σύννορα, χωρίς θρησκείες, χωρίς ετικέτες όπου κι αυτός κι εσύ θα μπορούσατε να ερωτευθείτε ή να μισηθείτε μεταξύ σας με μόνο γνώμονα το κάλεσμα...
Δεν θα είχατε ξοδέψει αιώνες ξεπαστρεύοντας ο ένας τον άλλον. Δεν θα είχατε ξοδέψει έτσι άχρηστα τη ζωή αναλογιζόμενοι το πως , το γιατί, το από που, το ποιος, ατελείωτα βασανιστικά ερωτήματα, συνέχεια ασταμάτητα και η ζωή η ίδια να χάνεται μέσα σε παρανοϊκούς πολιτισμούς και άχρηστα αντικείμενα κι οι θρησκείες να αλωνίζουν με αντάλλαγμα να απαλύνουν τους φόβους σας.

Υπάρχει ένας τρόπος να βλέπεις όλο το πλανήτη μαζί κι ένας άλλος να βλέπεις απλά μερικά τετραγωνικά γύρω σου. Έτσι υπάρχει ένας τρόπος να βλέπεις όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου κι ένας άλλος να βλέπεις μερικούς ανθρώπους γύρω σου. Έτσι υπάρχει κι ένας τρόπος να βλέπεις την ιστορία σαν μια αλληλουχία γεγονότων που ξεκίνησαν από το ίδιο σημείο και ότι το ένα είναι αποτέλεσμα του άλλου ή μπορείς να δεις την ιστορία σαν μεμονωμένα παραδείγματα ανάλογα πόσο σε βολεύουν ή όχι...
Μπορείς να νοιώσεις το θαύμα της δημιουργίας κοιτώντας ψηλά από ένα ξωκλήσι, ή προσκυνώντας κλεισμένος μέσα σε ένα πολυτελή καθεδρικό. Όπως καταλαβαίνεται οι διαφορές είναι ασύλληπτες....


από το vasiliskos2.blogspot.com

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Διακήρυξη: Πολιτική συμμετοχή ή ρατσιστικός αποκλεισμός?

Με αφορμή τα πολυάριθμα μέλη που αριθμεί ήδη το group μας στο facebook υπέρ της χορήγησης ιθαγένειας στους νόμιμους μετανάστες, αλλά και τον υπερεθνικιστικό, ρατσιστικό παροξυσμό που στιγματίζει τη συζήτηση για το πολύπαθο αυτό ζήτημα, σας προσκαλούμε να στηρίξετε, ακόμα κι αν έχετε επιμέρους ενστάσεις, την πρωτοβουλία σχολιάζοντας εδώ, αφού διαβάσετε το παρακάτω κείμενο. Η συμμετοχή σας είναι σημαντική! Ας ακουστεί επιτέλους και η δική μας φωνή!

Διακήρυξη: Πολιτική συμμετοχή ή ρατσιστικός αποκλεισμός

Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την «Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα» αποτελεί ένα πρώτο δειλό αλλά ουσιαστικό βήμα για τη νομοθετική ρύθμιση και τη στοιχειώδη κατοχύρωση της ισονομίας και ισοπολιτείας των αλλοδαπών συμπολιτών μας. Απέναντι σε αυτή την πρωτοβουλία, ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, υψώθηκε ένα ιδεολογικοπολιτικό τείχος ρατσισμού και εθνικισμού, που δε δίστασε να επινοήσει ακόμα και τη λύση του «δημοψηφίσματος», προκειμένου να καλύψει την ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες απόψεις του για το δήθεν «περιούσιο έθνος». Όσοι από εμάς τους Έλληνες πολίτες εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως ο συνταγματικός πατριωτισμός και οι αρχές της ισότιμης πολιτοφροσύνης δεν εξαρτώνται από ψευδεπίγραφες φυλετικές μυθολογίες αλλά από τη βούληση μιας δημοκρατικής κοινωνίας που διευρύνει το «αίσθημα του συνανήκειν», με άξονα τα δικαιώματα του «πολιτικού σώματος των πολιτών» και όχι με το «δίκαιο του αίματος» και το «χρώμα του δέρματος», υπογράφουμε μια κοινή διακήρυξη για τη στήριξη του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν τίθενται σε δημοψήφισμα. Η πολιτική συμμετοχή των «αόρατων συμπολιτών» μας είναι η καλύτερη απάντηση στον αναχρονιστικό ρατσισμό.

ΤΟ ΦΕΛΕΚΙ

Ποιος είναι Έλληνας; Μετανάστευση, δημοκρατία και ιθαγένεια

Το σχέδιο νόμου για την ιθαγένεια και την ψήφο των μεταναστών, όπως φαίνεται, αρχίζει να τροφοδοτεί τη δημόσια συζήτηση γύρω από το κομβικό ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη στη χώρα μας. Συζήτηση από την οποία δεν μπορεί να είναι απούσα η Αριστερά, όχι μόνο επειδή το νομοσχέδιο αποτελεί τομή που, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, δικαιώνει τις διεκδικήσεις της για συμπερίληψη χιλιάδων συνανθρώπων μας στην ελληνική δημοκρατική πολιτική κοινότητα, από την οποία συστηματικά αποκλείονται εδώ και χρόνια παρότι ζουν, μορφώνονται και εργάζονται στον τόπο μας, αλλά και απέναντι στις φοβικές και ουσιαστικά αντιδημοκρατικές αντιδράσεις του δεξιού και ακροδεξιού φάσματος της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σκηνής.Στη δημόσια διαμάχη πιστεύουμε ότι καλούμαστε όλοι να πάρουμε θέση, γιατί και από τη δική μας παρέμβαση και στάση κρίνεται όχι μόνο η αποδοχή της πρότασης αλλά και η κατεύθυνση που τελικά θα πάρει. Κρίνεται όμως και κάτι εξίσου σημαντικό: με ποιους όρους και σε ποιο πλαίσιο μπορούμε να σκεφτούμε και να συζητήσουμε, ως κοινωνία, τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης αυτής της χώρας, δηλαδή ισότιμο μέλος της πολιτικής κοινότητας που αποτελεί.

Με αυτές τις σκέψεις, προσκαλέσαμε τη Λίνα Βεντούρα (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου), τον Γκάζι Καπλάνι (συγγραφέα και δημοσιογράφο, που γεννήθηκε στη Λούσνια της Αλβανίας και την τελευταία εικοσαετία ζει στην Ελλάδα) και τον Δημήτρη Χριστόπουλο (επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορία του Παντείου, πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), για να συζητήσουν τις όψεις της συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης, αλλά και τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του μεταναστευτικού φαινομένου στη χώρα μας, εν τέλει τα ζητήματα δημοκρατίας που θέτει η σημερινή συγκυρία. Η συζήτηση έγινε στον πάντα φιλόξενο χώρο του αναγνωστηρίου των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, το Σάββατο 9 Ιανουαρίου.

«Ενθέματα»

Συζητάνε η Λίνα Βεντούρα, ο Γκάζι Καπλάνι και ο Δημήτρης Χριστόπουλος

* Δημήτρης Χριστόπουλος: Συμφωνούμε όλοι, νομίζω, σε αυτό το τραπέζι, ότι το σχέδιο νόμου για την ιθαγένεια στους μετανάστες αποτελεί τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, στο βαθμό που επιχειρεί να αλλάξει τα πληθυσμιακά δεδομένα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας. Το κρίσιμο, για μένα, είναι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία να μην απολήξει σε μια περιοριστική εκδοχή, συρμένη από τα δεξιά προς το συντηρητικότερο, αλλά να εκβάλει με αυτοπεποίθηση σε αυτό που όλοι θεωρούμε ότι είναι υγιές, πολιτικά ευκταίο, φιλελεύθερο και δημοκρατικό, στην κατεύθυνση της ελευθερίας και της ισότητας μαζί: στην κατεύθυνση, δηλαδή, της συμπερίληψης ενός μείζονος αριθμού του μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική πολιτική κοινότητα. Πιστεύω ότι αυτό είναι το στοίχημα, από εκεί ξεκινάμε, και με βάση αυτή την παραδοχή πρέπει να αποτιμήσουμε το νομοσχέδιο.

* Θεωρώ το σχέδιο νόμου τομή, πρώτον διότι καθεαυτό πηγαίνει προς την κατεύθυνση να αλλάξει αυτό που είναι ο ελληνικός λαός, και δεύτερον γιατί στο συμβολικό-ιδεολογικό επίπεδο για πρώτη φορά φέρνει στην ελληνική πολιτική συζήτηση το θέμα της ιδιότητας του πολίτη. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι τα ζητήματα ιθαγένειας παραδοσιακά στην Ελλάδα βρίσκονται διαρκώς υπό μια ιδιότυπη «ομερτά» του πολιτικού λόγου. Ουδείς συζητούσε, παρά μόνο όταν αποκαλυπτόταν ή όταν χρειαζόταν να αποκαλυφθεί ότι κάποιος δεν χρειάζεται να είναι Έλληνας. Τώρα για πρώτη φορά λοιπόν συζητάμε το ποιος μπορεί να είναι Έλληνας. Αυτό από μόνο του, και ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που θα δοθούνε, είναι κρίσιμο. Αυτή είναι η τομή: το ερώτημα καθεαυτό. Από εκεί και πέρα, οι απαντήσεις που θα δοθούν προφανώς εξαρτώνται από τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές και τις κοινωνικές διεκδικήσεις που θα σύρουν προς τη συμπερίληψη ή θα τραβήξουν προς τον αποκλεισμό.

Δίκαιο του αίματος και δίκαιο του εδάφους


* Γκάζι Καπλάνι: Θα ήθελα να σε ρωτήσω, ως νομικό, αν με αυτό το νομοσχέδιο περνάμε από το δίκαιο του αίματος στο δίκαιο του εδάφους.

* Δ. Χριστόπουλος: Το δίκαιο του αίματος κυριαρχεί σε όλα τα κράτη. Παράλληλα όμως έχουμε πολιτείες στις οποίες συνυπάρχει με το δίκαιο του εδάφους, που ουσιαστικά προβλέπει αυτόματη ή ημιαυτόματη κτήση της ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στο έδαφος της χώρας υπό προϋποθέσεις. Στην Ελλάδα, το νομοσχέδιο εισάγει όντως στοιχεία δικαίου του εδάφους. Επιπλέον, γενικότερα, φαίνεται πως αναπτύσσεται ένα νέο δίκαιο, που δεν είναι ούτε του αίματος ούτε του εδάφους: είναι το δίκαιο του ανθρώπου ο οποίος, επειδή μένει κάπου, αποκτά τόσο έντονους βιοτικούς δεσμούς με τον χώρο του ώστε, ανεξάρτητα από το αν γεννήθηκε εκεί ή αν οι γονείς του κατάγονται από εκεί, του αρμόζει να ανήκει στην πολιτική κοινότητα αυτού του χώρου. Νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της μετανάστευσης –και όχι η επαναφορά ενός κλασικού τύπου δικαίου του εδάφους– στην Ευρώπη γενικά: οι άνθρωποι δικαιούνται να ανήκουν στην πολιτική κοινότητα με την οποία ζούνε, ανεξάρτητα του τίνος είναι και πού έτυχε να γεννηθούν.

Οι «επικίνδυνες τάξεις», τότε και τώρα


* Λίνα Βεντούρα: Σε σχέση με αυτό, θα ήθελα να δούμε πώς συμβαίνει σήμερα κάτι αντίστοιχο με την ένταξη παλαιότερα άλλων κοινωνικά ορισμένων κατηγοριών στην πολιτική κοινότητα. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά να σκεφτούμε πώς απέκτησαν την ιδιότητα του πολίτη οι Εβραίοι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μετά τη Γαλλική Επανάσταση, πώς σταδιακά απέκτησαν δικαίωμα ψήφου και εντάχθηκαν στην πολιτική κοινότητα οι λεγόμενες «επικίνδυνες τάξεις», δηλαδή οι κατώτερες οικονομικοκοινωνικά ομάδες, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, και, στον 20ό αιώνα, οι γυναίκες. Δηλαδή να δούμε το βήμα που γίνεται με το νομοσχέδιο ως μια σημαντική και θετική τομή αλλά ταυτόχρονα και ως συνέχεια, αν θέλετε, παλαιότερων φάσεων συμπερίληψης αποκλεισμένων θρησκευτικών-μειονοτικών, κοινωνικών ή έμφυλων ομάδων στην πολιτική κοινότητα.

* Και παράλληλα να θυμηθούμε και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν όλες αυτές οι διευρύνσεις της πολιτικής κοινότητας. Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να θυμηθούμε το παράδειγμα των αντιδράσεων που προκλήθηκαν όταν πολιτογραφήθηκαν και απέκτησαν δικαίωμα ψήφου οι πρόσφυγες του 1922. Διάβαζα το Σάββατο (9.1.2009) στον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας ένα απόσπασμα άρθρου του Γεωργίου Βλάχου, του ιδρυτή της Καθημερινής, του περίφημου ΓΑΒ, τον Ιούλιο του 1928, το οποίο αναφερόταν στους πρόσφυγες του 1922. Σε αυτό έλεγε: «Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα» κλπ.

* Δ. Χριστόπουλος: Υπονοείς ότι υπάρχει διαρκώς μια Δεξιά στην Ελλάδα, η οποία είναι εναντίον του ανοίγματος της ελληνικής πολιτικής κοινότητας;

* Λ. Βεντούρα: Δεν νομίζω ότι ο όρος Δεξιά μπορεί να καλύψει όλες τις αντιδράσεις, εννοώ όμως ότι όποτε διευρύνεται η πολιτική κοινότητα, υπάρχουν μερίδες που αντιδρούν στο άνοιγμα αυτό.

* Γκ. Καπλάνι: Η περίπτωση του δικαιώματος ψήφου στης γυναίκες είναι ένα καλό παράδειγμα. Είτε στην Ελλάδα είτε στη Γαλλία η αντίδραση της «βαθιάς», ανδροκρατούμενης τότε, κοινωνίας ήταν ίδια. Στην Ελλάδα στα μέσα του 20ού αιώνα έγραφαν ότι δεν πρέπει να δοθεί ψήφος στις γυναίκες διότι είναι επικίνδυνες, υστερικές και μπορεί να διαταραχθεί η δημόσια τάξη της χώρας! Η ιστορία δεν είναι ποτέ στατική και τα πρόσωπα του Άλλου αλλάζουν στη διάρκειά της. Κάποτε οι «άλλοι» ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι γυναίκες, οι κομμουνιστές, οι ομοφυλόφιλοι, οι αναρχικοί· τώρα οι κατεξοχήν «άλλοι» της ελληνικής κοινωνίας είναι οι μετανάστες.

* Δ. Χριστόπουλος: Ας κρατήσουμε πάντως τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά, καθώς και μια άλλη διάκριση, αστικού φιλελεύθερου και λαϊκού δεξιού συντηρητικού χώρου. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην Ευρώπη τα κεντροαριστερά κόμματα είναι αυτά που πάντα τείνουν να φέρνουν το ζήτημα αυτό στο προσκήνιο.

* Λ. Βεντούρα:
Πιστεύω, όπως είπα πριν, ότι δεν πρόκειται για ένα εντελώς νέο φαινόμενο και επιπλέον δεν πρόκειται ούτε για ελληνική ιδιαιτερότητα. Αν παρακολουθήσει κανείς όλη τη συζήτηση που γίνεται για την εθνική ταυτότητα στη Γαλλία σήμερα, βλέπει ότι υπάρχουν κι εκεί αντίστοιχες στάσεις, αντίστοιχες αντιδράσεις, παρόλο που είναι ένα κράτος που εφαρμόζει το δίκαιο του εδάφους εδώ και πάρα πολύ καιρό. Και στη Γερμανία, όταν συζητήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η χορήγηση της ιθαγένειας στους μετανάστες, υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις και τελικά ο νόμος που ψηφίστηκε υπήρξε αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ των διαφόρων απόψεων.

Εθνοτικές, πολιτισμικές και ταξικές διαφορές. Ο ρόλος του κράτους


Γκ. Καπλάνι: Νομίζω ότι όσον αφορά το νομοσχέδιο πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο επίπεδα. Πρώτα το θεσμικό, που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και το λέω αυτό διότι ακούω ανθρώπους που είναι υπέρ του νομοσχεδίου να λένε κάπως απαξιωτικά ότι «ένα χαρτί δεν θα λύσει και το πρόβλημα της ένταξης». Νομίζω ότι αυτό το «χαρτί», είτε λέγεται ιθαγένεια, είτε δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, αποτελεί μια τομή. Ο μετανάστης από πολιτικά ανύπαρκτος –αν και πληροί όλες τις υποχρεώσεις που πληροί και ένας Έλληνας πολίτης προς το κράτος– γίνεται πολίτης. Με ίσες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Από εκεί και πέρα βέβαια, η Γαλλία, μια που αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, είναι ένα καλό παράδειγμα για το ότι δεν φτάνει μόνο αυτό για την ένταξη. Στη Γαλλία δόθηκε η γαλλική υπηκοότητα στα παιδιά των μεταναστών, και τα παιδιά που έχουν καταλήξει στα γκέτο των προαστίων είναι Γάλλοι πολίτες.

Λ. Βεντούρα: Σύμφωνοι, αλλά και σε αυτή την περίπτωση να τονίσουμε ότι πρόκειται για μια μερίδα των παιδιών. Πάλι δηλαδή πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών των μεταναστών, ακόμα και των Αλγερινών, των μουσουλμάνων, έχουν ενταχθεί, κι αυτό οφείλεται και στα πολιτικά δικαιώματα, και στο ότι έχουν ιθαγένεια. Η ένταση και η προβολή της εξέγερσης στα προάστια του Παρισιού δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα τα παιδιά μεταναστών στη Γαλλία είναι αποκλεισμένα από το σχολείο, την αγορά εργασίας κλπ.

Γκ. Καπλάνι: Συμφωνώ απολύτως. Απλώς λέω ότι δεν φτάνει μόνο η υπηκοότητα. Η αποδοχή πρέπει να γίνει και κοινωνικό βίωμα

Δ. Χριστόπουλος: Το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των παιδιών των μεταναστών έχουν ενταχθεί οφείλεται και στο γεγονός ότι το γαλλικό κράτος, για μεγάλο ιστορικό διάστημα, κατείχε έναν χώρο δικής του αρμοδιότητας και κοινωνικής ευθύνης, αδιαπραγμάτευτο. Πιστεύω δηλαδή ότι μερικά πράγματα τα οποία αποτελούσαν χώρο κοινωνικής ευθύνης του κράτους, σήμερα, στο όνομα της νεοφιλελεύθερης επιλογής, το κράτος τα απεκδύεται: κι από εκεί και πέρα, σε ένα συμμετοχικό επίπεδο, υποτίθεται ότι η κοινωνία των πολιτών αναλαμβάνει εθελοντικά αυτό που γνωρίζαμε ως κρατική αρμοδιότητα. Κατά την άποψή μου, το κράτος οφείλει να κρατάει τους μείζονες μηχανισμούς αναδιανομής υπό τη δική του ευθύνη, διότι κυρίως από αυτούς εξαρτάται η ένταξη.

Λ. Βεντούρα: Οι διαδικασίες ένταξης εκτείνονται στον χρόνο, χρειάζεται και χρόνος. Δεν φτάνει η παρέμβαση του κράτους, η οποία προφανώς είναι απαραίτητη. Και βέβαια θα υπάρχουνε πάντα συγκρούσεις, γιατί όλες αυτές οι διεργασίες είναι κοινωνικές διαδικασίες που γεννάνε συγκρούσεις, δεν πρόκειται για κάτι που συντελείται γραμμικά, ανέφελα ή νομοτελειακά.

Γκ. Καπλάνι: Πάντως, για να παραμείνουμε στη Γαλλία, απ’ όσο την ξέρω, με έχει εντυπωσιάσει το γεγονός ότι η θεσμική και δημόσια ορατότητα των μεταναστών που υφίστανται τη μεγαλύτερη διάκριση λόγω του χρώματος είναι πολύ περιορισμένη. Είναι φοβερό αν σκεφτείς ότι μόλις πρόσφατα η γαλλική τηλεόραση απέκτησε έναν έγχρωμο παρουσιαστή ειδήσεων και αφού κάηκαν τα προάστια. Ή το ότι δεν υπάρχει ούτε ένας έγχρωμος βουλευτής –και δεν μιλώ με τη λογική της ποσόστωσης– στη γαλλική Βουλή. Από την άλλη, βλέπεις ότι η Εθνική Γαλλίας στο ποδόσφαιρο αποτελείται κυρίως από έγχρωμους. Για την οποία ο Λεπέν είπε ότι «αυτή δεν είναι η Γαλλία»…

Λ. Βεντούρα: Ναι, αλλά αυτό μας βάζει στην παγίδα να σκεφτόμαστε αποκλειστικά με εθνοτικούς ή πολιτισμικούς όρους. Θέλω να πω ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε, λ.χ., και πόσοι από τις εργατικές και αγροτικές τάξεις είναι στο γαλλικό Κοινοβούλιο; Ή πόσες γυναίκες έχουν εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Και στο σχολείο, στις μελέτες για τη σχολική διαρροή, βλέπουμε ότι αν συγκρίνουμε τα παιδιά της ντόπιας εργατικής τάξης με τα παιδιά των μεταναστών, παρατηρούμε ότι η διαρροή είναι περίπου η ίδια. Μόνο αν συγκρίνουμε με το σύνολο των μαθητών μιας χώρας, όπου μπαίνουν τα παιδιά των μεσαίων και των άλλων τάξεων, η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη…

Δ. Χριστόπουλος: …λόγω της πολύ καλύτερης επίδοσης που έχει η γηγενής μεσαία τάξη. Λες, λοιπόν, ότι τον εθνοτικό αποκλεισμό, που ούτως ή άλλως υφίσταται, πρέπει να τον δούμε μαζί με άλλους αποκλεισμούς, κοινωνικούς, ταξικούς κλπ.

Γκ. Καπλάνι: Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να υπερβάλλουμε στο εθνοπολιτισμικό, αν και είναι της μόδας. Ούτε όμως να το υποτιμούμε: αν είσαι μαύρος, σε λένε Αχμέτ και ανήκεις στην εργατική τάξη, δεν θα έχεις την ίδια μεταχείριση όταν ψάχνεις δουλειά ή σπίτι με αυτόν που ανήκει στην εργατική τάξη αλλά είναι λευκός και τον λένε Ζαν-Μαρί. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην Ελλάδα ο «αποδιοπομπαίος τράγος» είναι ο «Αλβανός», αλλά την ίδια στιγμή είναι και ο πιο ενταγμένος στην αγορά εργασίας και κοινωνικά. Ο λιγότερο ενταγμένος είναι αυτός που ξεχωρίζεις, που μπορείς να δείξεις με το δάκτυλο. Έχετε δει π.χ. μαύρη σερβιτόρα στην Αθήνα; Οπωσδήποτε είναι ταξικό και οικονομικό το πρόβλημα, αλλά να μην υποβαθμίσουμε και το εθνοπολιτισμικό.

Λ. Βεντούρα: Δεν διαφωνώ. Απλώς, παράλληλα, νομίζω ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε επίσης ότι, για παράδειγμα, εμείς εδώ που συζητάμε, δεν έχουμε κάτι κοινό με τον Καρατζαφέρη, τον οποιονδήποτε Καρατζαφέρη. Δεν έχουμε κοινές αξίες, κοινές αναφορές, κοινούς στόχους, κοινή αντίληψη της ιστορίας. Χρειάζεται δηλαδή να αναδείξουμε και τις διαφορές που υπάρχουν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, και τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς που υπάρχουν μεταξύ των Ελλήνων, και να μη μένουμε μόνο στον αποκλεισμό των πολιτισμικά διαφορετικών.

Δ. Χριστόπουλος: Θα έλεγα ότι θεωρητικά αυτό το ζήτημα είναι μάλλον λυμένο. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που οι σύγχρονες μεταναστευτικές ροές ήταν στα πρώτα φόρτε τους, ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας «έγειρε» προς ουσιοκρατικές αντιλήψεις για την ταυτότητα, το «δικαίωμα στη διαφορά», την πολυπολιτισμικότητα κλπ., σήμερα πλέον κάνουμε λόγο για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες αποκλεισμού, μέσα στις οποίες εντάσσεται και το πολιτισμικό ως τέτοιο. Ωστόσο, και το πολιτισμικό από μόνο του απομυθοποιείται με την έννοια που ανέφερε η Λίνα, το αυτονόητο δηλαδή: περισσότερα κοινά έχω εγώ με εσένα, μολονότι εσύ είσαι Αλβανός κι εγώ Έλληνας, παρά με τον Καρατζαφέρη. Όπως επίσης εύκολα φανταζόμαστε ότι ένας Αλβανός μπορεί να έχει πολλά κοινά με τον Καρατζαφέρη, όσο δυστυχή και να κάνει αυτό τον αρχηγό του ΛΑΟΣ.

Γκ. Καπλάνι: Αυτό είναι το πλέον σίγουρο. Ένας Έλληνας και ένας Αλβανός ακροδεξιός αντιλαμβάνονται το έθνος και την εθνική ταυτότητα με τον ίδιο τρόπο. Και νομίζω ότι εμείς οι δυο στα μάτια τους είμαστε «προδότες»…

Οι δυνατότητες ενσωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορικότητα του φαινομένου


Γκ. Καπλάνι: Προεκτείνοντας αυτό που συζητάμε, ήθελα να πω ότι ζώντας εδώ από τις αρχές του μεταναστευτικού ρεύματος, τη δεκαετία του 1990, με έχει εκπλήξει η δυνατότητα ένταξης που ανέδειξε, τελικά, η ελληνική κοινωνία, παρά τις αντιφάσεις, τις φοβίες –δεν γνωρίζω άλλωστε καμία κοινωνία που να δέχτηκε τον «ξένο» χωρίς τριβές, φοβία και συγκρούσεις…

Λ. Βεντούρα: Η οικονομική συγκυρία έπαιξε νομίζω πολύ μεγάλο ρόλο, και πάντως και πάλι δεν νομίζω ότι πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Βέβαια, όπως συμβαίνουν χιλιάδες πράγματα άτυπα σε αυτή τη χώρα, ενδεχομένως κάπως έτσι να έγινε και με την ένταξη των μεταναστών από τα Βαλκάνια· ίσως διευκολύνθηκε από αυτό το «άτυπο».

Δ. Χριστόπουλος: Υπάρχει μια μεγάλη ιστορία αντίστοιχων διαδικασιών ένταξης και αποκλεισμού που έχει βιώσει αυτή και άλλες πολιτικές κοινότητες. Ο κάτοικος της Αθήνας, όταν ήρθε ο πρόσφυγας στην Καλλιθέα φαντάζομαι ότι μπορεί να ένιωθε περίπου όπως νιώθει σήμερα ο παραδοσιακός Αθηναίος, κάτοικος της Κυψέλης. Η ελληνική κοινωνία –όπως κάθε κοινωνία– έχει διαμορφώσει άτυπους μηχανισμούς ένταξης, καθόλου ανώδυνους αλλά υπαρκτούς.

Πάντως, οι δυνατότητες ένταξης που ανέπτυξε το ελληνικό μοντέλο, πάνω σ’ αυτή τη ξεχειλωμένη αγορά εργασίας, τα πελατειακά δίκτυα, τη διαφθορά κλπ., φαίνεται ότι είναι ισχυρές. Και γι’ αυτό «κακίζω» το ελληνικό κράτος: επειδή δεν έκανε τα στοιχειώδη. Όλη η δεκαετία του 1990 πέρασε χαμένη: η μόνη υπηρεσία που ασχολούνταν με το μεταναστευτικό ήταν η αστυνομία.

Και μετά, για άλλα 10 χρόνια, εμφανίζεται το κράτος με τις απανωτές διαδικασίες «σπαγκοραμένων» νομιμοποιήσεων για τις ανεπάρκειες των οποίων ακόμη δεν έχουμε βρει λύσεις. Τα λέω όλα αυτά, γιατί πίσω από την «έκπληξη», την «αμηχανία» και το «ξάφνιασμα» της ελληνικής πολιτείας ενώπιον των μεταναστευτικών ροών κρύβεται η μη ύπαρξη βούλησης το κράτος να αναλάβει στοιχειώδεις ευθύνες. Αυτή η «μη πολιτική» ήταν η ελληνική μεταναστευτική πολιτική και μάλιστα εν πλήρη συνείδηση.

Γκ. Καπλάνι: Από ιστορικής άποψης μπορεί να θεωρήσει κανείς τους μετανάστες ως συνέχεια της εσωτερικής μετανάστευσης στην Αθήνα (οι επαρχιώτες, οι βλάχοι) όμως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: της γλωσσικής-εθνοτικής διαφοροποίησης, που είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που πρέπει να έχουμε υπόψη μας.

Δ. Χριστόπουλος: Καταλαβαίνω την έμφαση που δίνεις στο εθνοτικό και το θρησκευτικό στοιχείο. Ωστόσο, αν όλα αυτά τα δούμε σαν ένα ημίχρονο στον αγώνα που λέγεται οικονομία της εργασίας (γιατί όταν μιλάμε για μετανάστευση περί αυτού πρόκειται) και καταφέρουμε να απομυθοποιήσουμε το ημίχρονο απ’ όλα τα τάχα «πρωτόγνωρα» που το συνοδεύουν και δίνουν τροφή στην ακροδεξιά, τότε όντως θα έχουμε καθαρίσει το τοπίο για να ασχοληθούμε και με τις πραγματικά ιδιαίτερες εθνοπολιτιστικές εκδοχές που έχει. Με μια κουβέντα λέω ότι στον μετανάστη ως «άλλο», πρέπει πρώτα να δούμε τον εργαζόμενο μετανάστη.

Λ. Βεντούρα: Σήμερα η οικονομική συγκυρία είναι εντελώς διαφορετική, και σίγουρα υπάρχουν και άλλες διαφορές με την έννοια ότι πολλοί από τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες που ήρθαν μετά το 2000 στην Ελλάδα δεν θέλουν να παραμείνουν εδώ. Αλλά ας σκεφτούμε πάλι το παράδειγμα των προσφύγων του 1922, οι οποίοι πήραν αμέσως την ιθαγένεια, έγιναν έλληνες πολίτες αμέσως, γνωρίζουμε ωστόσο ότι δεν έγιναν αποδεκτοί αμέσως, δεν ενσωματώθηκαν στην ελληνική κοινωνία αμέσως, αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή πρέπει να δούμε τη διάσταση του χρόνου στις διαδικασίες ένταξης.

Γκ. Καπλάνι: Για να επανέλθω στο ζήτημα της ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία πρέπει να λάβει κανείς τις αντιφάσεις που την συνοδεύουν…

Δ. Χριστόπουλος: Κυρίως με τους Αλβανούς.

Γκ. Καπλάνι: Εγώ έκανα τη διατριβή μου για την εικόνα των Αλβανών στον ελληνικό έντυπο Τύπο. Ειλικρινά υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχα διαβάζοντας τα ανελέητα σχόλια που έγραφαν ορισμένες εφημερίδες, ειδικά μέχρι το 1999, για τους Αλβανούς μετανάστες. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην εξής αντίφαση: οι Αλβανοί παραμένουν μια κοινωνική κατηγορία στιγματισμένη, στο επίπεδο του λόγου αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μια ιστορία «επιτυχούς ένταξης»

Δ. Χριστόπουλος: Εδώ προφανώς έπαιξε ρόλο και το κοινό πολιτισμικό και γεωγραφικό υπόβαθρο της γειτνίασης …

Γκ. Καπλάνι: Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία ίσως είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των Αλβανών μετανάστευσαν με τη σκέψη να μην γυρίσουν πίσω. Το σχέδιό τους ήταν η ένταξη. Μοιάζει πιο πολύ με το ρεύμα των Ελλήνων που μετανάστευσαν στη διάρκεια του Εμφυλίου ή αμέσως μετά. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν για να μην γυρίσουν πια…

Παλιές και νέες κατηγορίες, παλιοί και νέοι αποκλεισμοί


Λ. Βεντούρα: Στο θέμα της ένταξης ιδιαίτερη βαρύτητα έχει, θεωρώ, η προοπτική της κοινωνικής ανόδου· δηλαδή εννοώ ότι η ένταξη, όχι μόνο των μεταναστών, αλλά πολλών κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων, συντελείται μέσω της υιοθέτησης των εκάστοτε κυρίαρχων πολιτισμικών προτύπων προκειμένου να αυξήσει κανείς τις πιθανότητες που έχει να βελτιώσει την κοινωνική του θέση. Πρέπει να μοιάσεις με αυτόν που κοινωνικά ορίζεται ως ανώτερος, είτε είναι ο αριστοκράτης για τον αστό παλαιότερα, είτε είναι ο Έλληνας για τον Αλβανό μετανάστη σήμερα.

Έχουν λοιπόν σημασία και το σχέδιο, και οι πιθανότητες κοινωνικής ανόδου, αλλά και η συγκυρία. Όσο για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι ομοιότητες και οι διαφορές δεν είναι δεδομένες, αλλά ορίζονται και προσλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή και κοινωνία. Για παράδειγμα, στη Γαλλία σήμερα, ως «άλλος», διαφορετικός, ορίζεται ο μουσουλμάνος μετανάστης, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα, διαφορετικοί θεωρούνταν οι Ιταλοί, που είναι χριστιανοί, και μάλιστα καθολικοί, και που μιλάνε μια λατινογενή γλώσσα. Ξεχνάμε δηλαδή ότι τότε αυτοί που σήμερα προσλαμβάνονται ως Ευρωπαίοι και είναι αποδεκτοί, τότε προσλαμβάνονταν στερεοτυπικά με αρνητικό τρόπο, δεν θεωρούσαν δηλαδή οι Γάλλοι ότι είναι «αφομοιώσιμοι».

Μάλιστα, σε κάποιες αλυκές στη Νότια Γαλλία σε επίθεση ντόπιων εναντίον των Ιταλών μεταναστών υπήρξαν 135 νεκροί. Από την άλλη, ας σκεφτούμε ότι, αν στο μέλλον έρθουν στην Ευρώπη χιλιάδες προλεταριοποιημένοι Κινέζοι, ενδεχομένως ο «άλλος», ο διαφορετικός, να μην είναι πλέον ο μουσουλμάνος, αλλά ο Κινέζος. Το ποια διαφορά αναδεικνύεται, η κοινωνική κατηγοριοποίηση, οι ιεραρχίες κλπ. αλλάζουν μέσα στον χρόνο.

Γκ. Καπλάνι: Μπορούμε και στην περίπτωση της Ελλάδας να κάνουμε μια «πρόβλεψη» για τις νέες κατηγορίες αποκλεισμένων που θα δούμε στο μέλλον, που θα δούμε μπροστά μας. Έχω ακούσει πολύ έντονα αυτές τις μέρες, από ανθρώπους που αποδέχονται το πνεύμα του νομοσχεδίου, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι Αλβανοί. Το πρόβλημα είναι οι Αφγανοί, οι Ασιάτες, οι Αφρικανοί. Από την άλλη ζούμε σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία όπου υπάρχει λουμπενοποίηση ορισμένων εφηβικών ομάδων, ειδικά σε κάποιες συνοικίες της Αθήνας. Πριν από ένα μήνα, στον Νέο Κόσμο, κάποια ομάδα πιτσιρικάδων επιτέθηκε σε μαγαζιά μεταναστών από τη Συρία (οι οποίοι είναι χριστιανοί αλλά μελαψοί).

Το ίδιο είχε γίνει στο Κολωνό πριν από ένα χρόνο, ενάντια σε Πακιστανούς μετανάστες. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν το γεγονός ότι ανάμεσα στην ομάδα που επιτέθηκε στους μετανάστες υπήρχαν και παιδιά Αλβανών μεταναστών. Βέβαια δεν είναι άγνωστη ιστορία αυτή, πρώην μετανάστες να στρέφονται ενάντια σε «καινούριους». Εγώ νομίζω ότι το νέο πρόσωπο του αποκλεισμού θα έχει χαρακτηριστικά βίας και θα στέφεται εναντίον αυτού που διαφέρει από το χρώμα του δέρματος, που ξεχωρίζει στην όψη και έχει άλλη θρησκεία. Οι Βαλκάνιοι μετανάστες θεωρούνται, λίγο ως πολύ, μια «ξεπερασμένη» υπόθεση.

Λ. Βεντούρα: Το εάν είναι ξεπερασμένη μένει να το διερευνήσουμε, να μην μένουμε απλώς στις εντυπώσεις. Σίγουρα όμως παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική θέση των μεταναστών που ήρθαν από τα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 το γεγονός ότι μετά το 2000 ήρθαν πρόσφυγες και μετανάστες από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, κλπ. Η προσοχή των ΜΜΕ και πολλών ντόπιων εστιάζει πλέον σε αυτούς επιτρέποντας στους παλαιότερους να περνάνε πιο απαρατήρητοι. Η παρουσία όσων ήρθαν πρόσφατα κάνει τους παλαιότερους μετανάστες να γίνονται αντιληπτοί ως συγκριτικά πιο όμοιοι με «μας».

Γκ. Καπλάνι: Στην Ελλάδα είναι κάτι καινούριο. Αρχίζει να φαίνεται πολύ έντονα μετά τις διαδηλώσεις των μουσουλμάνων, με το σκίσιμο του Κορανίου η νέα θεωρία των μη εντάξιμων που στοχοποιούνται κοινωνικά: οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί.

Δ. Χριστόπουλος: Το κρίσιμο ερώτημα είναι ξανά τι κάνει το κράτος, απέναντι στις πιο ευάλωτες μεταναστευτικές ομάδες, αυτές που «μόλις κλείσαν την πόρτα», αυτές που εισπράττουν κατεξοχήν τον αποκλεισμό και το στιγματισμό. Άκουσα με σχετική ικανοποίηση την εξαγγελία της κυβέρνησης –περιμένω να δω βέβαια πώς θα το κάνουν– ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να αποκτήσουν κάτι, ένα χαρτί ότι υπάρχουν. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι σαν τα αδέσποτα σκυλιά αυτή τη στιγμή. Ο πιο ευάλωτος άνθρωπος, ο πιο θνητός είναι ο νομικά ανύπαρκτος.

Υπάρχουν λοιπόν όλοι αυτοί που είναι σε ένα νομικό λίμπο και πρέπει να καταγραφούν· υπάρχουν οι άλλοι για τους οποίους πρέπει να «μηδενίσουμε το κοντέρ» και πρέπει να αποκτήσουν καθεστώς νομιμότητας, γιατί για λόγους που σχετίζονται με την ανελαστικότητα της ελληνικής νομοθεσίας έχασαν τη δυνατότητα να νομιμοποιηθούν με τα προηγούμενα προγράμματα. Και μια τρίτη κατηγορία, για την οποία –στο βαθμό που το θέλουν– η διέξοδος είναι η ιθαγένεια. Έτσι το βλέπω και συζητάμε για τρία βήματα, τα οποία πρέπει να γίνουν μαζί. Δηλαδή όσο επείγει το ένα επείγει και το άλλο.

Ένα νομοσχέδιο-τομή: τα θετικά του και τα ελλείμματα


Δ. Χριστόπουλος: Ένα πολύ βασικό θετικό του νόμου είναι ότι βγάζει το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας από ένα καθεστώς αποκλειστικά και μόνο αποφάσεων. Μέχρι σήμερα, το ποιος μπορεί να γίνει Έλληνας δεν σχετίζονταν με κανόνες, ήταν αποτέλεσμα μόνο απόφασης, πολιτικής βούλησης. Τώρα μπαίνουν κανόνες. Είναι πολύ σημαντικό ότι, για πρώτη φορά, αιτιολογείται η απόφαση άρνησης της πολιτογράφησης, καθώς και ότι επίσης για πρώτη φορά υπάγεται το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας σε προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

Σκεφτείτε ότι ως σήμερα στην ιθαγένεια δεν υπάρχουν προθεσμίες: ρωτάς, και αν το κράτος δεν θέλει, δεν απαντά. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή είναι η εισαγωγή στοιχείων δικαίου του εδάφους για τη δεύτερη γενιά και για τη λεγόμενη «μιάμιση» γενιά — τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν αλλά ανατράφηκαν εδώ, όπως είπα παραπάνω. Η τρίτη, η αντικατάσταση της δεκαετίας, που ήταν από τα υψηλότερα διαστήματα στην Ευρώπη για την αίτηση πολιτογράφησης, με την πενταετία.

Μείζον αρνητικό θεωρώ το ότι δεν θίγει τη θεμελιώδη διάκριση που εφαρμόζει το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, των αλλοδαπών σε ομογενείς και αλλογενείς. Προσπαθεί λίγο να αγγίξει αυτήν την ιδιαιτέρως ελληνική διάκριση: πχ. ευτυχώς δεν υπάρχει πλέον η λέξη «αλλογενείς», ωστόσο οι διακρίσεις παραμένουν. Όπως είχαμε επισημάνει και πέρσι, ως Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, διατηρείται ένας πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κανόνας, η αέναη κληρονομικότητα της ελληνικής ιθαγένειας: αν αποδείξεις ότι κάποτε –το 1850– κάποιος πρόγονός σου ήταν Έλληνας, αυτομάτως και εσύ και όλοι οι κατιόντες του, γίνονται Έλληνες αναδρομικά, ακόμη και οι πεθαμένοι, ανεξάρτητα από το πού έζησαν κλπ.

Στο νομοσχέδιο υπάρχουν και άλλα σημεία που επιδέχονται βελτίωση, τα αναφέρω απλώς καθώς έχουν ήδη επισημανθεί: το ότι δίνει δικαίωμα εκλέγειν αλλά όχι εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές, καθώς και το πολύ υψηλό παράβολο.

Γκ. Καπλάνι: Ως πρώτο βήμα, θεωρώ το νομοσχέδιο πάρα πολύ θετικό, έως και θαρραλέο: προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα με όρους πολιτικούς και συνείδησης και όχι αίματος και γονιδίων. Εισάγει τη διαφάνεια στη διαδικασία της πολιτογράφησης. Αντιμετωπίζει, σε μεγάλο βαθμό, ένα εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα, εκείνο των παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και καταχρηστικά τα αποκαλούνε δεύτερη γενιά. Είναι παιδιά που δεν έχουν άλλη αναφορά, κοινωνική, ταυτότητας και γλωσσική, από την ελληνική. Από εκεί και πέρα, ένα ζήτημα που δεν καλύπτει το νομοσχέδιο είναι τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και οι γονείς τους ήταν ή έγιναν παράνομοι στην συνέχεια. Έχοντας υπόψη το νομικό αλαλούμ που ίσχυε στο θέμα της νομιμοποίησης, είναι μια κατηγορία παιδιών που πρέπει να μας απασχολήσει. Η διαφορά τους σε σχέση με τα παιδιά που έχουν γεννηθεί από νόμιμους γονείς είναι ανύπαρκτη.

Δ. Χριστόπουλος: Θέλω να προσθέσω ότι η κτήση της ιθαγένειας δεν είναι πανάκεια. Να δώσω ένα παράδειγμα: υπάρχουν παιδιά των οποίων οι γονείς, λόγω των μεταναστευτικών πολιτικών του ελληνικού κράτους, δεν μπόρεσαν ποτέ να υπαχθούν σε ένα καθεστώς νομιμότητας. Θεωρώ λάθος, επί της αρχής, την πρόταση, που έχει ακουστεί και από τα αριστερά, «ανοίξτε την ιθαγένεια και σε αυτά τα παιδιά». Η λύση, κατά τη γνώμη μου, είναι η με κάποιον τρόπο νομιμοποίηση των γονέων, και δι’ αυτής να ανοίξει ο δρόμος για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά. Η ιθαγένεια δεν μπορεί να είναι το φάρμακο για όλα τα αδιέξοδα της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Εξάλλου, κάποιος μπορεί απλώς να μη θέλει να γίνει έλληνας: η κτήση της ιθαγένειας δεν πρέπει να είναι η διέξοδος για την τακτοποίηση της διαμονής του στην Ελλάδα.

Ποιοι αποφασίζουν σε μια δημοκρατία και η ρευστότητα των πολιτικών κοινοτήτων


Δ. Χριστόπουλος: Εν κατακλείδι, δύο σημεία. Πρώτον, ένας συνεπής δημοκράτης, με τη μίνιμουμ έννοια, δεν μπορεί να αποδέχεται ότι σε μια χώρα με πληθυσμό 11 εκατομμύρια πληθυσμό το 1 δεν συμμετέχει στη διαδικασία λήψης απόφασης, στο νομοθετείν. Στη δημοκρατία αποφασίζει αυτός τον οποίον αφορούν οι νόμοι. Όταν αποφασίζει ένα μικρότερο ποσοστό, έχουμε ένα βαθύτατο δημοκρατικό έλλειμμα, όπως τα πρώτα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν ψήφιζαν όσοι είχαν ένα συγκεκριμένο εισόδημα, όταν δεν ψήφιζαν οι γυναίκες κλπ.

Αυτό έχει σημασία να ιστορικοποιήσουμε και να το αναδείξουμε: καμία πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να είναι στατική. Οι πολιτικές κοινότητες μεταλλάσσονται ιστορικά, αποκτούν νέες ταυτότητες, οι οποίες διαρκώς αναμορφώνονται μέσα από αγώνες και διεκδικήσεις. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμή τους. Έχουν άραγε συναίσθηση αυτοί που υποστηρίζουν πως «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» πόσοι θα ήταν Έλληνες σήμερα αν ακολουθούσαμε τη συνταγή τους;

Γκ. Καπλάνι: Υπάρχει μια αντίληψη που βλέπει την πολιτική κοινότητα του έθνους ως νεκροταφείο, που μεγαλώνει κυρίως από τους νεκρούς της. Υπάρχει και μια άλλη η οποία την αντιλαμβάνεται ως ένα ζωντανό οργανισμό μέσα στην ιστορία, που αφομοιώνει την ιστορία και αναπροσαρμόζεται σε αυτή. Οι μετανάστες λοιπόν αποτελούν ένα καινούριο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας και το σημερινό στοίχημα είναι να γίνουν κομμάτι αυτού του ζωντανού οργανισμού που λέγεται ελληνική κοινωνία και ταυτότητα.

Όποιος δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο στην ουσία επιδιώκει μια ελληνική κοινωνία που θα σέρνεται λαχανιασμένη πίσω από την ιστορία, ανίκανη να την αφομοιώσει και να την αξιοποιήσει. Τα ίδια τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι ποτέ, καμία κοινωνία, η ελληνική ειδικά, δεν ζημιώθηκε καθιστώντας τους άλλους ίσους και ισότιμους. Το αντίθετο. Οι διαιρεμένες κοινωνίες σε «εμείς» και «άλλους», σε «ανώτερους» και «κατώτερους», σε πολίτες πρώτης και τρίτης κατηγορίας ταλανίζονταν από αδυσώπητες συγκρούσεις και υπογράφουν την παρακμή τους.

Απο τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ στην ΑΥΓΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ